- νηρός
- νηρός, -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) τὸ νηρόν και ὁ νηρόςνερό φρέσκο και δροσερό, νερό τής πηγήςαρχ.(για ψάρια) νωπός, φρέσκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (βλ. και λ. νερό)].
Dictionary of Greek. 2013.